Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δείξε μας τη

  • 1 δείχνω

    (αόρ. έδειξα) 1. μετ.
    1) показывать, указывать;

    δείχνω τον δρόμο — показывать дорогу;

    τό ρολόϊ δείχνει μεσημέρι — часы показывают полдень;

    2) проявлять, обнаруживать, выказывать;
    έδειξε μεγάλο θάρρος он проявил большую смелость;

    δείχνω καλή διαγωγή — хорошо вести себя;

    3) показывать; учить, обучать;
    του έδειξα να γράφει я его научил писать; 2. αμετ. 1) казаться; выглядеть (о человеке);

    δείχνει άρρωστος — он выглядит больным;

    ο καιρός δείχνει βροχερός — кажется, будет дождь;

    ο άρρωστος δε δείχνει, αν θα γίνη καλά — больной, похоже, не поправится;

    § δείξε μας την πλάτη σου! убирайся!;
    θά σού δείξω! я тебе покажу!; θα σού δείξω εγώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος я тебе покажу, где раки зимуют!, я тебе покажу кузькину мать!; όπερ εδει δείςαι что и требовалось доказать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δείχνω

  • 2 ράχη

    [-ισ (-εως)] η
    1) спина; хребет;

    γυρίζω τη ράχη σε κάποιον — поворачиваться к кому-л. спиной; — относиться пренебрежительно к кому-л.;

    2) анат. позвоночный столб;
    3) спинка (стула, кресла); 4) корешок (книги); 5) (горный) хребет; 6) гребень (гор, крыши); 7) горная, скалистая местность; 8) косогор, склон (горы);

    § η ράχη τού μαχαιριού — тупая сторона ножа;

    σκύβω τη ράχη — гнуть спину перед кем-л.;

    σηκώνει η ράχη μου — иметь крепкий горб;

    быть выносливым;

    έχω κάποιον στην ράχη μου — иметь кого-л. на своей горбу, на своей шее;

    μου έχει πέσει στην ράχη μου — он навязался на мою шею;

    δείξε μας τη ράχη σου! — вон отсюда!;

    τον τρώει η ράχη του — ремень по нему плачет;

    έχει εβδομήντα χρόνια στη ράχη του — у него семьдесят лет за плечами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ράχη

См. также в других словарях:

  • ιδού — (ΑΜ ἰδού) (ως δεικτ. μόριο) 1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ») 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι αρχ. (χλευαστικά)… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • ίλημι — ἵλημι (Α) ιλήκω* («ἵληθι, ἵλαθ ἄναξ, ἵλατε» ελέησέ μας, δείξε έλεος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην προστ. ἵληθι για το οποίο βλ. λ. ιλάσκομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»